- ξεκλειδώνομαι
- ξεκλειδώνομαι, ξεκλειδώθηκα, ξεκλειδωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεκλειδώνω — ξεκλείδωσα, ξεκλειδώθηκα, ξεκλειδωμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι με κλειδί: Ξεκλείδωσα την πόρτα. 2. αμτβ., ανοίγω, ξεκλειδώνομαι: Δεν ξεκλειδώνει το ντουλάπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)